Εξοχότατε κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Για μια ακόμη φορά, για 48η χρονιά, η Βουλή των Αντιπροσώπων συνέρχεται στη σημερινή ειδική συνεδρία για τις μαύρες επετείους του Ιούλη του 1974, το προδοτικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή.
Σαράντα οκτώ χρόνια μετά το δίδυμο έγκλημα του πιο θλιβερού και τραγικού Ιούλη της κυπριακής ιστορίας, η Κύπρος και ο λαός της εξακολουθούν να βιώνουν τις συνέπειες της εγκληματικής αφροσύνης και της μεγάλης προδοσίας.
Μέρα μνήμης, τιμής και αγώνα η σημερινή.
Σαράντα οκτώ χρόνια μετά, η μνήμη παραμένει νωπή και βαριά φορτισμένη, γιατί εκείνη η μεγάλη τραγωδία του Ιούλη του 1974 σκόρπισε αίμα, πόνο, πίκρα, δυστυχία και σφράγισε ανεξίτηλα τη ζωή μας, το παρόν και το μέλλον μας.
Θυμόμαστε εκείνες τις μαύρες, τις τραγικές μέρες του προδοτικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής, τον όλεθρο, τη βία, το απέραντο πένθος.
Θυμόμαστε και τιμούμε τους ήρωες και τους μάρτυρες μας. Τους ήρωες, τους μαχητές και τους αγωνιστές της Δημοκρατίας και της Αντίστασης και τους υπερασπιστές της ελευθερίας και της πατρώας γης.
Αποτίουμε φόρο τιμής στον αείμνηστο Εθνάρχη Μακάριο, που ήταν ο στόχος του προδοτικού πραξικοπήματος, και εμπνεόμαστε από τους αγώνες και τα οράματά του για τη Δημοκρατία και την Ελευθερία της πατρίδας μας.
Τιμούμε σήμερα επίσης τους αγνοούμενούς μας, τους παθόντες, τους εγκλωβισμένους, τους εκτοπισθέντες και όλους όσους βίωσαν και συνεχίζουν να βιώνουν τις συνέπειες του δίδυμου εγκλήματος.
Σ’ αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι, τους χαλεπούς καιρούς που βρίσκεται η πατρίδα μας, οφείλουμε να ανασυνταχθούμε και να συστρατευθούμε στις επάλξεις του αγώνα για τη διεκδίκηση των δικαίων και των δικαιωμάτων μας, για τον τερματισμό της κατοχής, την απελευθέρωση και την επανένωση της πατρίδας μας και του λαού μας, για την εξεύρεση λειτουργικής και βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Ανατρέχοντας πίσω στο 2013, κατά την τότε ομιλία μου από αυτό το βήμα, είχα πει και το επαναλαμβάνω και σήμερα, γιατί, είναι επίκαιρο όσο ποτέ:
«Αν σήμερα αποδειχθούμε κατώτεροι των περιστάσεων, αν αποποιηθούμε τις ευθύνες μας και οδηγήσουμε στον πολυκερματισμό και τον κατατεμαχισμό το λαό μας, και μετατρέψουμε σε αρένα το διάλογο των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, μύρια κακά μάς αναμένουν. Και πελώριες και ασήκωτες οι ευθύνες που θα μας αποδώσουν οι τωρινοί αλλά και οι αγέννητοι συμπατριώτες μας».
Και πολύ φοβάμαι πως, ναι, ο κίνδυνος αυτός είναι ορατός.
Ναι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πρέπει να ανασκουμπωθούμε.
Πρέπει να βρούμε το δρόμο της εθνικής συνεννόησης, της συναντίληψης, της συναίνεσης. Το δρόμο της ευθύνης και της συλλογικότητας.
Θα επαναλάβω για μια ακόμη φορά την άποψη ότι οι μεγάλες στιγμές στην ιστορία ενός τόπου, είτε αυτές σηματοδοτούν εθνικές νίκες και εθνικά επιτεύγματα είτε σηματοδοτούν εθνικές τραγωδίες, προσφέρονται για παραδειγματισμό και φρονηματισμό. Και πρέπει να τροφοδοτούν τη διεργασία της εθνικής αυτογνωσίας.
Μόνο έτσι μπορούμε με σιγουριά να χαράζουμε την πορεία προς ένα καλύτερο μέλλον.
Η συλλογική, η εθνική αυτογνωσία προϋποθέτει φυσικά αυτοκριτική και ένα αντικειμενικό, ρεαλιστικό απολογισμό.
Αυτές τις ώρες, αυτές τις μέρες ας μπούμε σε ένα διάλογο με την Ιστορία.
Να διδαχθούμε από την Ιστορία. Να διδαχθούμε ακόμη και από τα λάθη μας. Και ας αρχίσουμε παράλληλα ένα διάλογο με το μέλλον. Κυρίως, όμως, ας αφουγκραστούμε τι μάς προστάζει ο λαός μας, τι αξιώνει ο λαός μας, τι προσδοκεί και ποιο μέλλον επιθυμεί.
Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Οι πληγές που προκάλεσε το δίδυμο έγκλημα του Ιούλη του 1974 παραμένουν ανεπούλωτες. Η θυσία των ηρώων και των μαρτύρων μας παραμένει αδικαίωτη.
Ο ποντιοπιλατισμός της διεθνούς κοινότητας καλά κρατεί, την ώρα που η τουρκική αδιαλλαξία και αναθεωρητισμός συνεχίζεται και κορυφώνεται, με τη
σημερινή τουρκική ηγεσία να θεωρεί τον εαυτό της κληρονόμο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να επιδιώκει την αναβίωσή της.
Μας προκαλούν έντονη ανησυχία οι συστηματικές πληροφορίες ότι η Τουρκία σχεδιάζει την προσάρτηση των κατεχομένων ως 82η επαρχία της Τουρκίας. Κάτω από άλλες καταστάσεις, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως μια τέτοια σκέψη θα συναντούσε την ισχυρή αντίδραση της διεθνούς κοινότητας.
Η πραγματικότητα είναι πως με τον εθνικιστικό παροξυσμό που επικρατεί στην Τουρκία ενόψει των προεδρικών εκλογών, ο κίνδυνος είναι ορατός, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη το προηγούμενο που έχει δημιουργηθεί με την προσάρτηση της Κριμαίας και πιο πρόσφατα, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με το ίδιο πρόσχημα που χρησιμοποίησε η Τουρκία για εισβολή το 1974.
Δεν μπορεί να μην σημειωθεί και να μην κάνει τους φόβους και την ανησυχία μας πιο έντονους, η καταφανής αναντιστοιχία στην στάση των περισσοτέρων εταίρων μας.
Ενώ δηλαδή, και ορθώς, καταδικάζεται η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, επιβάλλονται κυρώσεις και ενισχύεται πολλαπλά ο αμυνόμενος, τα επί 48 χρόνια τραγικά συμβαίνοντα στην Κύπρο αποσιωπώνται.
Ακόμα χειρότερα, από το 1974 καταβλήθηκαν προσπάθειες να γίνουν αποδεκτές λύσεις που έθεταν σε ίση μοίρα θύτη και θύμα, αναιρούσαν ακόμα και την υφιστάμενη κρατική οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποδέχονταν εν πολλοίς τα τετελεσμένα της παράνομης κατοχής και εποικισμού και θα μετέτρεπαν την Κύπρο σε δορυφόρο της Τουρκίας και μάλιστα σε πλήρη αντίθεση με το Ενωσιακό κεκτημένο.
Είναι χαρακτηριστικά τα μεταγενέστερα σχόλια του γνωστού και με εξαιρετέου Λόρδου Hannay, εν πολλοίς παρασκηνιακού εμπνευστή του Σχεδίου Annan, όπως δημοσιεύθηκαν στον τύπο στις 14 Σεπτεμβρίου 2014, όταν περιέγραφε την τελική μορφή του σχεδίου ως «ασύνετα γενναιόδωρη» για τους Τούρκους.
Αυτή η ανυπόφορα υποκριτική πολιτική των δύο μέτρων και δύο σταθμών εκθέτει σοβαρά όσους διακηρύσσουν ότι ασκούν πολιτική αρχών, και εγείρει την υποψία ότι η επιλεκτικότητα στις ευαισθησίες υπαγορεύεται όχι από αρχές αλλά από ιδιοτελή συμφέροντα και γεωπολιτικά παίγνια.
Και πώς να μην θυσιάζονται οι αρχές και αξίες, όταν ο ίδιος ο θεματοφύλακας των αρχών του Διεθνούς Δικαίου γίνεται συμμέτοχος, χωρίς καν σαφή αναφορά στο τελευταίο προσχέδιο της έκθεσης του, στο κεκτημένο της διαδικασίας επίλυσης και ειδικά στη συμφωνημένη βάση λύσης.
Για όσους είτε εντός είτε εκτός Κύπρου καλοβλέπουν ή προσδοκούν αλλαγή του πλαισίου λύσης του Κυπριακού, απαντούμε πως κάτι τέτοιο θα συνιστούσε εθνική αυτοκτονία.
Η Κύπρος κινδυνεύει.
Κινδυνεύουμε να χάσουμε οριστικά τη μισή μας πατρίδα. Και δυστυχώς, δείχνουμε ανήμποροι και χωρίς σαφή προσανατολισμό.
Δεν συμφωνούμε καν στα αυτονόητα και στη βάση λύσης του κυπριακού, που δεν μπορεί να είναι άλλη από τη λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, όπως αυτή περιγράφεται στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, που αποτελεί τον κορυφαίο ιστορικό συμβιβασμό της πλευράς μας.
Ξεκάθαρη πρέπει να είναι η θέση μας και όσον αφορά στα ΜΟΕ. Η προώθηση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης θα είναι χρήσιμη μόνο για να υποβοηθήσει τη δημιουργία κατάλληλου κλίματος για την επανέναρξη των συνομιλιών. Επουδενί τυχόν συζητήσεις ή και συμφωνία για ΜΟΕ δεν μπορούν υποκαταστήσουν ουσιαστικές συνομιλίες που να οδηγούν στη λύση του Κυπριακού.
Επιπλέον, κανένα ΜΟΕ δεν πρόκειται να αποδώσει ουσιαστικά, εάν η εφαρμογή του είτε υποβαθμίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ή είτε μπορεί να οδηγήσει στην αναβάθμιση του ψευδοκράτους.
Η ευθύνη για τη διαχείριση του κυπριακού προβλήματος είναι βαρύτατη. Το ιστορικό μας χρέος, τεράστιο.
Ο τόπος και η κοινωνία μας δεν μπορούν ούτε να ανεχθούν ούτε να αντέξουν πλέον τη συνέχιση ανώφελων συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων ούτε περαιτέρω διχασμούς, που στο τέλος θα ναρκοθετήσουν την φυσική επιβίωση μας, αλλά και το μέλλον των επόμενων γενεών.
Είναι η ώρα, που είτε θα συνειδητοποιήσουμε τους εθνικούς κινδύνους και να τους αντιμετωπίσουμε συλλογικά με σχέδιο, σωφροσύνη, υπευθυνότητα και διεκδικητικό ρεαλισμό, είτε θα αφεθούμε μοιρολατρικά στην τύχη μας και θα χαθούμε στον πάτο της ιστορίας.
Μόνο έτσι, μόνο με ενότητα, εθνική συνεννόηση και πολιτική σταθερότητα θα καταφέρουμε να βαδίσουμε με σταθερούς βηματισμούς στα αχαρτογράφητα νερά ενός πολύπλοκου και γεμάτου αβεβαιότητες παγκόσμιου συστήματος.
Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η πολιτική ηγεσία του τόπου, οι πολιτικές δυνάμεις καλούνται να αποδείξουν ότι μπορούν να ηγηθούν και μπορούν να καθοδηγήσουν τον κυπριακό λαό προς ένα καλύτερο αύριο.
Θα αποδειχθούμε άραγε ικανοί και άξιοι ηγέτες και καθοδηγητές;
Αυτό μένει να αποδειχθεί.
Από τις πράξεις μας θα κριθούμε όλοι.
Και θα κριθούμε όλοι σύντομα.
Ας φροντίσουμε, λοιπόν να αξιωθούμε τη θετική κρίση της Ιστορίας και την εκτίμηση και την ευγνωμοσύνη των παιδιών μας.
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
15 ΙΟΥΛΙΟΥ 2022